ἔρημος

ἔρημος
ἔρημος, ον (s. prec. and next entry; Hom.+; on the accent s. B-D-F §13; Mlt-H. 58).
as adj. pert. to being in a state of isolation, isolated, desolate, deserted
of an area isolated, unfrequented, abandoned, empty, desolate τόπος (Diod S 15, 49, 1 ἐν ἐ. τόπῳ; Plut., Numa 61 [4, 1]; Arrian, Ind. 22, 4; OGI 580, 7; En 18:12; TestAbr B 12 p. 116, 24 [Stone p. 80]; ParJer; AscIs 2:8; Philo, Spec. Leg. 4, 141; Jos., C. Ap. 1, 308; Just., A I, 53, 9 χώραν ἔ.) Mt 14:13, 15; Mk 1:35, 45; 6:31f, 35; Lk 4:42; 9:10 v.l., 12. οἶκος (Artem. 2, 33 p. 130, 10; Philo, Spec. Leg. 2, 133; Jos., Vi. 376) Mt 23:38. ἔπαυλις Ac 1:20. ὁδός lonely 8:26 (Arrian, Anab. 3, 3, 3 ἐρήμη ἡ ὁδός; 3, 21, 7; s. on Γάζα). χωρίον Papias (3).
of pers. desolate, deserted (Trag., Thu.; JosAs 12:11 ‘orphaned’; Just., D. 69, 4; τοῖς ἐ. γνώσεως θεοῦ) a childless woman (Chariton 3, 5, 5) Gal 4:27; 2 Cl 2:1 (both Is 54:1; cp. Philo, Exsecr. 158). ἔ. ἀπὸ τ. θεοῦ deserted by God 2:3 (cp. Appian, Bell. Civ. 4, 30 §130 ἔ. ἐκ παραπομπῆς=deserted by his escort).
as subst. ἡ ἔ. (Hdt. 3, 102 al.; LXX; En 10:4; TestAbr B 12 p. 116, 26; 28 [Stone p. 80]; ParJer 7:20; Jos., C. Ap. 1, 89; sc. χώρα) an uninhabited region or locality, desert, grassland, wilderness (in contrast to cultivated and inhabited country) Mt 24:26; Rv 12:6, 14; 17:3. Pl. lonely places (cp. PTebt 61a, 151 [118 B.C.]; PsSol 5:9) Lk 1:80; 5:16; 8:29. Steppe, grassland as pasture 15:4. Of the Judean wilderness, the stony, barren eastern declivity of the Judean mountains toward the Dead Sea and lower Jordan Valley (1 Macc 2:29; 5:24, 28; 2 Macc 5:27) Mt 3:1 (ἡ ἔ. τῆς Ἰουδαίας); 4:1; 11:7; Mk 1:4 12f; Lk 3:2; 4:1; 7:24; J 11:54. Here also belong the reff. to Is 40:3 (cp. 1QS 8, 12–14 w. ref. to Is 40:3 and s. HRüger, ZNW 60, ’69, 142–44; GNebe, ibid. 63, ’72, 283–89): Mt 3:3; Mk 1:3; Lk 3:4; J 1:23; GJs 16:2ab v.l. (s. ἐρημία). Gathering-place of an aroused band of Judean patriots Ac 21:38 (on the language cp. Jos., Bell. 7, 438; on the Egyptian, Bell. 2, 261f ἐκ τῆς ἐρημίας, Ant. 20, 169; Schürer I 463, 33; 464). Of the Arabian desert (LXX; Just.) ἡ ἔ. τοῦ ὄρους Σινᾶ (Ex 19:1f; cp. vs. 3 al.) Ac 7:30; cp. J 3:14; 6:31, 49; Ac 7:36, 38, 42 (Am 5:25),44; 13:18; 1 Cor 10:5; Hb 3:8 (Ps 94:8), 17; AcPl Ha 8, 16. As the place where the prophets Eldad and Modat preached Hv 2, 3, 4.—AJonsen, Die bibl. Wüste, diss. Würzb. 1923; UMauser, Christ in the Wilderness (Mk) ’63; RFunk, JBL 78, ’59, 205–14.—DELG s.v. ἐρῆμος (the accented form in Hom. et al.). M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έρημος — έρημος, η, ο και έρμος, η, ο 1. για πρόσωπα, αυτός που είναι μόνος, χωρίς δικούς και φίλους: Έμεινε στον κόσμο έρημη. 2. για τόπο, αυτός που είναι έρημος από ανθρώπους, ο ακατοίκητος: Έρημη ακρογιαλιά. 3. ο αφημένος, ο αφύλαχτος, ο αδέσποτος: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρῆμος — desolate masc nom sg ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ἔρημος — ἔρη̱μος , ἐρῆμος desolate masc/fem nom sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λιβυκή έρημος — Έρημος (2.000.000 τ. χλμ.) της Αφρικής. Αποτελεί το βορειοανατολικό τμήμα της Σαχάρας και εκτείνεται Δ του ποταμού Νείλου. Η Λ.έ. καλύπτει τον χώρο της ανατολικής Λιβύης, της δυτικής Αιγύπτου και τμήματος του βόρειου Σουδάν. Το βόρειο τμήμα της Λ …   Dictionary of Greek

  • Αραβική έρημος — Βραχώδης έρημος της βορειοανατολικής Αφρικής που εκτείνεται μεταξύ της κοιλάδας του ποταμού Νείλου και των ακτών της Ερυθράς θάλασσας. Πρόκειται για οροπέδιο με αρχαϊκή κρυσταλλοσχιστώδη σύσταση, που καλύπτεται από στρώματα ασβεστόλιθου και… …   Dictionary of Greek

  • Αλμυρή έρημος — Στεπώδης έκταση της Μ. Ασίας, ανάμεσα στη σιδηροδρομική γραμμή που ενώνει το Αφιόν Καραχισάρ με το Ικόνιο και τη λίμνη Τουζ Γκιολ. Ένα μέρος της λίμνης αυτής ξεραίνεται το καλοκαίρι και αποτελεί προέκταση της ερήμου. H διάβαση της Α.ε. στη… …   Dictionary of Greek

  • Γκίμπσον, έρημος — Ερημική περιοχή στη δυτική Αυστραλία, που καλύπτει το κεντρικό τμήμα της μεγάλης Αυστραλιανής ερήμου. Βλ. λ. Αυστραλία (Γεωμορφολογία) …   Dictionary of Greek

  • Ινδική έρημος — Βλ. λ. Ταρ …   Dictionary of Greek

  • ἐρῆμον — ἐρῆμος desolate masc acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg ἐρῆμος desolate masc/fem acc sg ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρῆμα — ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl ἐρῆμος desolate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”